- χρησμοδότῃ
- χρησμοδότηςone who gives oraclesmasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προφητικός — ή, ό / προφητικός, ή, όν, ΝΜΑ [προφήτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προφητεία ή στον προφήτη (α. «προφητικὸς λόγος», ΚΔ β. «ῥήσεις προφητικὰς ἤ λόγους ἀποστολικούς», Ειρην. γ. «προφητικὸς ἀνήρ», Φίλ.) νεοελλ. μσν. φρ. «προφητικά… … Dictionary of Greek
προφητεία — η, ΝΜΑ [προφητεύω] 1. το να προφητεύει κανείς, το να προλέγει τα μέλλοντα με θεία έμπνευση (α. «είχε το χάρισμα τής προφητείας» β. «διδασκαλίαν ὡς προφητείαν ἐκχεῶ», ΠΔ. γ. «χάρισμα δ οἶδα πνεύματος θείαν δόσιν. κήρυγμ ἀδήλων τὴν προφητείαν λέγω» … Dictionary of Greek
προφητεύω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. προφατεύω Α [προφήτης] 1. είμαι προφήτης, με θεϊκή έμπνευση προλέγω το μέλλον, αποκαλύπτω τις θείες βουλές (α. «είχε και το χάρισμα να προφητεύει» β. «μαντεύεο, Μοίσα, προφατεύσω δ ἐγώ», Πίνδ. γ. «οἱ προφητεύοντες τοῡ ἱεροῡ»,… … Dictionary of Greek
υποχρήστης — ου, ὁ, Α βοηθός χρησμοδότη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χρήστης «αυτός που δίνει ή ερμηνεύει χρησμούς, μάντης»] … Dictionary of Greek
χρησμοδοτικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρησμοδότη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek